βαπτίσματος

βαπτίσματος
βάπτισμα
baptism
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

  • βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… …   Православная энциклопедия

  • Ænon — Coordinates: 31°50′15″N 35°32′58″E / 31.8375°N 35.54944°E / 31.8375; 35.54944 …   Wikipedia

  • вода — ВОД|А (1137), Ы с. 1.Вода: Аште ли же съсоудъ имоущь водоу въврьжеть сѩ оугль оугасаѥть Изб 1076, 208 об.; ѡни же ˫ако земл˫а жажющи˫а воды тако приимаахоу словеса ѥго. ЖФП XII, 39г; водопрѣдъстателѥ... въ вина мѣсто водоу б҃оу приносѩть. (ὕδωρ)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μενονίτες — (Mennonites). Προτεσταντική αίρεση, που έχει σήμερα περίπου 250.000 οπαδούς, διασκορπισμένους στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία και στη Γαλλία. Οι μενονιτικές διδασκαλίες εμφανίστηκαν στη Ζυρίχη στις αρχές του 16ου… …   Dictionary of Greek

  • αβάπτιστος — και φτιστος, η, ο (AM ἀβάπτιστος, ον) [βαπτίζω] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. 1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς 2. άδικος, σκληρός, κακός αρχ. 1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αναδεκτός — και χτός, ή 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κανείς από την κολυμβήθρα κατά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, βαφτιστήρι 2. αυτός πού αναδέχεται από την κολυμβήθρα το παιδί που βαφτίστηκε, ανάδοχος, νονός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”